κουβεντολόι

κουβεντολόι
το
ψιλή κουβέντα, συνεχής συνομιλία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουβεντολόγι — και κουβεντολόι, το συνεχής συζήτηση με περιεχόμενο συνήθως όχι σοβαρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουβέντα + λό(γ)ι, που δηλώνει περιληπτικά ουσ. (< λόγιον < λόγος < λέγω), πρβλ. σκυλο λόι, συγγενο λόι] …   Dictionary of Greek

  • κουβεντούλα — η (υποκορ. τού κουβέντα) 1. σύντομη συζήτηση ή ολιγόλογη φράση ή λέξη με λίγες συλλαβές 2. (συν. ειρωνικά) απέραντη συζήτηση, κουβεντολόι, ψιλή κουβέντα …   Dictionary of Greek

  • λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …   Dictionary of Greek

  • λεσχηνεία — λεσχηνεία, ἡ (Α) [λεσχηνεύω] κενολογία, κουβεντολόι, φλυαρία ή κουτσομπολιό …   Dictionary of Greek

  • συντυχία — η, ΝΜΑ και συντυχιά Ν, και αττ. τ. ξυντυχία και ιων. τ. συντυχίη Α 1. συζήτηση, κουβεντολόι 2. τυχαία σύμπτωση γεγονότων, περιστάσεων ή παραγόντων, συγκυρία νεοελλ. 1. τυχαία συνάντηση 2. τόπος συνάντησης («εκεί ναι λύκωνε φωλιές και συντυχιά… …   Dictionary of Greek

  • Λεμπέσης, Πολυχρόνης — (Σαλαμίνα 1848 – Αθήνα 1913). Ζωγράφος. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και συμπλήρωσε την εκπαίδευσή του στην Ακαδημία του Μονάχου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα έζησε και εργάστηκε κυρίως στη Σαλαμίνα και στον Πειραιά. Παρά την καλλιτεχνική αξία… …   Dictionary of Greek

  • λακριντί — λακριντί, το και λακιρντί, το (λ. τουρκ.), φλυαρία, κουβεντολόι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”